Παραμύθι με … χάπι (εντ)

Της Κοραλίας Τιμοθέου*

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς.
Ο βασιλιάς φόρεσε την κορώνα του.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Ήταν μια όμορφη κορώνα.
Σύμβολο εξουσίας, δύναμης και αξιοπρέπειας.
Ένα στέμμα φωτεινό, ελαφρύ, τιμητικό.
Του θύμιζε πως ο λαός τον εμπιστευόταν και τον τιμούσε.
Αλλά κι ο ίδιος σεβόταν τον λαό.
Εξάλλου χωρίς λαό δεν υπάρχει βασιλιάς.
Και χωρίς βασιλιά δεν υπάρχει κορώνα.
Ο βασιλιάς υπηρετούσε τα συμφέροντα του λαού.
Ο βασιλιάς ήταν ο νους και η καρδιά του λαού.
Η αποστολή του ήταν ξεκάθαρη. 

Ο βασιλιάς αποφάσισε να βάλει ένα επιπλέον κομπόδεμα στην πάντα.
Έτσι για έκτακτη ανάγκη.
Για τα γεράματα.
Για τα παιδιά του.
Μήπως τον εκθρονίσουν και μείνει έτσι, μόνο με τη σύνταξη. Να μπορεί ο άνθρωπος να απολαύσει ένα ποτήρι καλό κρασί στα χρυσά του χρόνια.
Να βοηθήσει και κανα-δυο συγγενείς να πάρουν κανένα χωραφάκι και δυο-τρεις φίλους να βρουν καμιά δουλίτσα.
Τώρα βέβαια είχε δύο αποστολές.
Αυτή του λαού και αυτή του οίκου.
Χρειαζόταν οπωσδήποτε δύο κορώνες. 

Οι δυο κορώνες βέβαια ήταν βαριές για το κεφάλι του.
Άσε που η μια πρόσταζε έτσι και η άλλη αλλοιώς.
Η μια το ένα και η άλλη το ανάποδο.
Ποιαν να πρωτοακούσει;
Κουράστηκε, μποερδεύτηκε, ζαλίστηκε ο άνθρωπος.
Αρρώστησε.
Την ασθένεια του αυτή, την καινούρια, την είπαν «κορωνοϊό»: η ασθένεια των δύο κορώνων. Ενίοτε και περισσότερων.
Η ασθένεια αποδείκτηκε μεταδοτική και κόλλησε κόσμος και κοσμάκης.
Ανήξεροι και αθώοι. 

Ο βασιλιάς κατάλαβε τη γκάφα του.
Έπρεπε οπωσδήποτε να επανορθώσει.
Πώς όμως;
Βασανιζόταν, αλλά δεν έβρισκε λύση.
Μέχρι που έμαθε την ιστορία του Δαμοκλή και του Διονύσιου του  Β’, τύρρανου των Συρακουσών της Σικελίας τον 4ο αιώνα π.Χ.
Ο Δαμοκλής ήταν λέει αυλικός στην αυλή του Διονυσίου, δουλοπρεπής και κόλακας.
Ήθελε να φορέσει την κορώνα.
Για μια μέρα έστω.
Έτσι κι έγινε.
Διονύσιος και Δαμοκλής συμφώνησαν να ανταλλάξουν θέσεις για ένα εικοσιτετράωρο.

Και ενώ ο Δαμοκλής απολάμβανε το βασιλικό του γεύμα στην αίθουσα του θρόνου, παρατήρησε πως πάνω από το κεφάλι του κρεμόταν ένα μεγάλο σπαθί.
Το σπαθί το συγκρατούσε τριχιά αλόγου.
Η κατάσταση ήταν πολύ επίφοβη.
Ανά πάσα στιγμή η τριχιά μπορούσε να κοπεί και το σπαθί να πέσει στο κεφάλι του.
Ο Δαμοκλής ρώτησε τον Διονύσιο πως μπορούσε να περνά κάθε μέρα, όλη του τη μέρα, με αυτή την απειλή πάνω από το κεφάλι του.
"Το σπαθί το τοποθέτησα εγώ ο ίδιος εκεί για να μου θυμίζει να παίρνω τις σωστές αποφάσεις για το λαό μου και σε πόσο μεγάλο κίνδυνο είναι η ζωή μου καθημερινά αν ξεχαστώ και θέσω ως προτεραιότητα της ζωής μου την προσωπική ευημερία, τη ματαιοδοξία και τον υλισμό ".
Ο Δαμοκλής πανικοβλήθηκε.
Πέταξε την κορώνα και απού φύγει φύγει.

Ο βασιλιάς ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει.
Δεν ήταν δυνατό να υπηρετεί δυο κορώνες.
Η μια έπρεπε να φύγει.
Ποια από τες δύο;
Αυτό ήταν καθαρά προσωπική του επιλογή.
Το χάπι για την ασθένεια ήταν απλό.
Λιγουλάκι δύσκολο να το καταπιεί,
αλλά σίγουρα απαραίτητο:
έπρεπε να διαλέξει.

Και είθε το παραμυθάκι αυτό να το διαβάσουν όλοι οι βασιλιάδες της γης μέχρι το τέλος χωρίς να τους πάρει ο ύπνος.

Για να ζήσουν αυτοί καλά… κι εμείς καλύτερα.

 

* www.koraliatimotheou.com